- λειψιφαής
- λειψιφαής, -ές (Α)(για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτο-φαής, χρυσο-φαής, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.